- σκηνογραφικόν
- σκηνογραφικόςformasc acc sgσκηνογραφικόςforneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνογραφικός — ή, ό / σκηνογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκηνογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκηνογραφία ή στον σκηνογράφο αρχ. 1. θεατρικός 2. φρ. «τὸ σκηνογραφικὸν τῆς ὀπτικῆς μέρος» η προοπτική (Ανών. Μαθημ.) … Dictionary of Greek